τενεκετζήδικο

τενεκετζήδικο
και ντενεκετζήδικο, το, Ν [τενεκετζής]
το εργαστήριο τού τενεκετζή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λευκοσιδηρουργείο — το εργαστήριο όπου κατασκευάζονται είδη από λευκοσίδηρο, κν. τενεκετζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσιδηρουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”